- ἀμφιταλαντεύω
- ἀμφιτᾰλαντεύω,A cause to weigh evenly on both sides, Nonn.D.1.183, cf. 6.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφιταλαντεύοντος — ἀμφιταλαντεύω cause to weigh evenly on both sides pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιταλαντεύομαι — (Μ ἀμφιταλαντεύω) νεοελλ. σκέπτομαι αν πρέπει να κάνω κάτι ή όχι, διστάζω, είμαι αναποφάσιστος μσν. σταθμίζω κάτι σε τρόπο ώστε να κλίνει εξίσου και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ταλαντεύομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιταλάντευση] … Dictionary of Greek
ἀμφιταλαντεύσασα — ἀμφιταλαντεύσᾱσα , ἀμφιταλαντεύω cause to weigh evenly on both sides aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)